
Λιμάνια της Ελλάδος.
Με τα "Λιμάνια" ο Δημήτρης Ταλιάνης ανακαλύπτει μια πύλη. Περνώντας την, δεν θα υποσχεθεί την ομορφιά, αλλά την αλήθεια. Την αλήθεια, όχι τη δικαιοσύνη. Η εμμονή του στη σύζευξη του φωτός με την αναπνοή των πραγμάτων που έχει ήδη διανύσει τρεις δεκαετίες αποτυπωμένη στον φακό του, δείχνει κόσμους που συγκρούονται, χώρες που θάλλουν ή χάνονται, χέρια που ματίζουν, ήλιους που βάφουν κόκκινους τους αρμούς. Το χρώμα (σαν λόγος που ξεγλιστρά την πράξη), οι δέστρες (σαν σημεία στίξης ενός χειρογράφου που αγνοούμε τα σύμβολά του), τα ανόργανα κύτη (πάντοτε αταξίδευτα, ακόμη κι αν χαράζουν το δέρμα της θάλασσας), τα σχοινιά (σαν μίτοι που χρησιμοποιεί κάποιος αρχαίος εξερευνητής, χαμένος σε βαθύσκια δάση) κρύβουν το προφανές, αφήνουν μικρές επιφάνειες δαιμονικού φωτός να ξαφνιάσουν τους πανηγυριστές ενός μαύρου γάμου. Η στεριανή δουλεία, η παράκτια μαγεία και η ποντοπόρα αλήθεια, συναντιούνται στα "Λιμάνια". Αυτή η εποχή του σιδήρου, δοκιμασμένη στον ελληνικό ορίζοντα, ωριμάζει τρυφερά με το ταξίδι που υπόσχεται. Ο καλύτερος τρόπος να σε δεχτεί η Ελλάδα είναι η θάλασσα, δηλαδή τα λιμάνια. Τα λιμάνια, δηλαδή οι άνθρωποι. Οι πλατιές, έντονα βαμμένες επιφάνειες των πλοίων που συγκρούονται με τις διαφορετικές ώρες της προσέγγισης: κιάρο-σκούρο στην ανατολή, λαμπερό φως στα πλάγια των κτισμάτων όταν αριστεύεις, το μαλακό υπόλειμμα μιας φυσική ζύμης τα χειμωνιάτικα μεσημέρια, το άδολο και άγριο λευκό φως της θερινής ευοδίας, οι ατμοί της ομίχλης ή του καύσωνα το απομεσήμερο, τα πυρπολημένα σύνορα του ορίζοντα στο ηλιοβασίλεμα.
